- βή(σ)σαλο(ν)
- τό1) обожжённый кирпич; 2) обломок кирпича; 3) галька, камешек; 4) перен. ледышка (о частях тела)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γκάρντα — (Garda).Λίμνη (370 τ. χλμ.) της Ιταλίας. Είναι η μεγαλύτερη της χώρας, με περίμετρο 155 χλμ., μέγιστο μήκος 52 χλμ. και μέγιστο πλάτος 17 χλμ. Ονομάζεται και Μπενάκο. Το μέσο ύψος της είναι 65 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το… … Dictionary of Greek
ενσαλεύω — ἐνσαλεύω (AM) [σαλεύω] προκαλώ σάλο, ταραχή στο εσωτερικό … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
ζαλόεις — ζαλόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. οεις (πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις)] … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… … Dictionary of Greek
συλλεαίνω — και ιων. τ. συλλειαίνω Α 1. λειαίνω κάτι τρίβοντάς το με κάτι άλλο 2. (απλώς) αλέθω, κοπανίζω κάτι 3. μτφ. (για σάλο) κοπάζω, καθησυχάζω 4. παθ. συλλεαίνομαι μτφ. αφομοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεαίνω / λειαίνω] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καλαράς, Γεώργιος — (18ος 19ος αι.). Λόγιος, γιατρός και συγγραφέας. Διακρινόταν για τις άκρως ριζοσπαστικές γλωσσικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις του. Καταγόταν από την Κορινθία και σπούδασε ιατρική και μαθηματικά στην Πίζα της Ιταλίας γύρω στο 1800. Άσκησε το… … Dictionary of Greek
Μαρασλειακά — Ονομασία των γεγονότων που προκλήθηκαν στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1925 εξαιτίας ψευδών κατηγοριών εναντίον του διδακτικού προσωπικού και της μεθόδου διδασκαλίας που εφαρμοζόταν σε αυτά. Γύρω στο 1924 25, η… … Dictionary of Greek